κλείθρο

κλείθρο
το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον)
ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ.
β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν ὠχύρωται», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κλειδί
2. κλειδαριά, κλειδωνιά
3. ζωολ. δερματικό οστό τής θωρακικής ζώνης τών οστεϊχθύων που σχηματίζει την κύρια ζώνη πρόσφυσης τών μυών τού πτερυγίου και πάνω στο οποίο αρθρώνεται προς τα εμπρός η κλείδα
αρχ.
1. προβλήτα λιμανιού («τὰ στόματα τῶν λιμένων φράττειν τοῖς κλείθροις», Φίλ.)
2. φράχτης, φραγμός, κιγκλίδωμα («ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις», Γαλ.)
3. κλειθρία*
4. το άνοιγμα ή το στόμιο τού λάρυγγα («φλεγμαίνει τοὔπισθεν τής γλώσσης και τὸ κλεῑθρον τὸ ὑπὸ τῷ βρόγχῳ», Ιπποκρ.)
5. στον πληθ. τὰ κλεῖθρα
καίρια σημεία διαβάσεως ή οχυρή τοποθεσία που παίζει σημαντικό ρόλο, κλειδιά («τότε μὲν οὖν ἦν ἐνδοξότατα τὰ χωρία ταῦτα, ἡνίκα τῶν κλείθρων ἐκυρίευσε τῶν περὶ τὰ στενά», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείω (Ι) + επίθημα -θρον (πρβλ. βά-θρον, ρεί-θρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κατήνα — (I) και κατίνα, η (Μ κατήνα και κατίνα) αλυσίδα μσν. 1. σιδερένιο κλείθρο, μάνταλο 2. σπονδυλική στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catena «αλυσίδα»]. (II) κατήνα, ἡ (Μ) πλοίο, σκάφος («παμμεγέθεις ναῡς καὶ πολεμικὰς κατήνας», Θεοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κλάθρον — κλᾷθρον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείθρο …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • κλειδαριά — η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από… …   Dictionary of Greek

  • κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”